- κραδηφορία
- κραδηφορία, ἡ (Α)το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + -φορία (< -φορῶ < -φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο-φορία, λαμπαδη-φορία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραδηφορία — κραδηφορίᾱ , κραδηφορία bearing of fig tree branches at a festival fem nom/voc/acc dual κραδηφορίᾱ , κραδηφορία bearing of fig tree branches at a festival fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)